-
1 смерть
смерть ж о θάνατος; спасти от \смертьи σώζω από το θάνατο* * *жο θάνατοςспасти́ от смерти — σώζω από το θάνατο
-
2 смерть
смерт||ьж ὁ θάνατος:естественная (насильственная) \смерть ὁ φυσικός (ό βίαιος) θάνατος· гражданская \смерть ὁ πολιτικός θάνατος· умереть \смертьью героя πεθαίνω σάν ήρωας· спаса́ть от \смертьи σώζω ἀπό τόν θάνατο· ◊ лагерь \смертьи τό στρατόπεδο τοῦ θανάτου· быть при́ \смертьи πνέω τά λοίσθια, ψυχορραγώ· быть между жизнью и \смертью εἶμαι μεταξύ ζωής κα£ θανάτου· сражаться не на жизнь, а на \смерть μάχομαι μέχρι θανάτου· на слу́чай \смертьи σέ περίπτωση θανάτου· до \смертьи надоело βαρέθηκα φοβερά. -
3 избавить
-влю, -випь ρ.σ.μ.1. (απο)λυτρώνω, γλυτώνω σώζω•избавить от смерти γλυτώνω από το θάνατο.
|| απαλλάσσω•-ьте меня из его присуствия Ιαταλλάξτε με από την παρουσία του.
2. αφήνω ήσυχο•сам идти, а меня избавь πήγαινε μονάχος σου, εμένα άφησε με ήσυχο.
γλυτώνω, απαλλάσσομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
4 сохранить
-нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -неюρ.σ.μ.1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•
сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.
|| τηρώ•сохранить порядок τηρώ την τάξη.
|| κρατώ•сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•
сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.
|| προστατεύω•сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.
|| διατηρώ, κρατώ•сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.
2. προφυλάσσω•сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•
-одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.
|| σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).εκφρ.сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).
См. также в других словарях:
σώζω — και σώνω έσωσα, σώθηκα, σωσμένος 1. διατηρώ: Σώθηκαν ακέραια τα αγάλματα αυτά. 2. γλιτώνω κάποιον: Με έσωσε από βέβαιο θάνατο. 3. τελειώνω: Σώθηκε το λάδι. 4. προφταίνω: Να μη σώσεις να δεις προκοπή. 5. φρ., «Σώνει και καλά», με το ζόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
εκλυτρούμαι — ἐκλυτροῡμαι ( όομαι) (AM) 1. απολυτρώνω, απελευθερώνω κάποιον με λύτρα 2. σώζω από τον θάνατο και την αμαρτία («ἐκ φθορᾱς ἐκλυτρούμενος») … Dictionary of Greek
σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… … Dictionary of Greek
περισώζω — ΝΜΑ και περισώνω Ν διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «λίγα πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την πυρκαγιά» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην ξηρά» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων … Dictionary of Greek
σωσίβιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός και γραμματικός από τη Λακεδαίμονα. Έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3o π.Χ. αι. Έγραψε Περί χρόνων ή Χρόνων αναγραφή, Περί βασιλείας, Περί Αλημάνος, Ομοιότητες, Περί των εν Λακεδαίμονι θυσιών, όπου περιγράφει… … Dictionary of Greek
σωστικός — ή, ό / σωστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σωτικός, ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.) 2. σωτήριος,… … Dictionary of Greek